ὑπάλληλος — subordinate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
δημόσιος υπάλληλος — Βλ. λ. δημόσιος λειτουργός … Dictionary of Greek
ὑπάλληλον — ὑπάλληλος subordinate masc/fem acc sg ὑπάλληλος subordinate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… … Dictionary of Greek
ὑπαλλήλοις — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλου — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλους — ὑπάλληλος subordinate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλων — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλῳ — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)